finicky
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | finicky |
συγκριτικός | finickier / more finicky |
υπερθετικός | finickiest / most finicky |
Επίθετο[επεξεργασία]
finicky (en)
- ψείρας, λεπτολόγος
- ↪ Don’t be so finicky.
- Μην είσαι τόσο λεπτολόγος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ↪ Don’t be so finicky.
Πηγές[επεξεργασία]
- finicky - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 499. ISBN 9780194325684., λήμμα: λεπτολόγος