fizzy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | fizzy |
συγκριτικός | fizzier |
υπερθετικός | fizziest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fizzy (en)
- αεριούχος, ανθρακούχος
- ↪ fizzy drinks - αεριούχα/ανθρακούχα ποτά