fluent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός fluent
συγκριτικός more fluent
υπερθετικός most fluent

Επίθετο[επεξεργασία]

fluent (en)

  • άνετα, ευφραδής, που μιλάει με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα
    I am fluent in English.
    Μιλάω άνετα αγγλικά.
    a fluent speaker - ευφραδής ομιλητής

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]