foreclosure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

foreclosure (en)

  • η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου ενός οφειλέτη από το δανειστή