generously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | generously |
συγκριτικός | more generously |
υπερθετικός | most generously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
generously (en)
- γενναιόδωρα
- ↪ Nature endowed him generously.
- H φύση τον προίκισε γενναιόδωρα.
- ↪ Nature endowed him generously.