genuiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

genuiĝi < genui + -iĝ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡe.nuˈi.d͡ʒi/

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα genuiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας genuiĝas genuiĝanta genuiĝata
αόριστος genuiĝis genuiĝinta genuiĝita
μέλλοντας genuiĝos genuiĝonta genuiĝota
υποθετική genuiĝus - -
προστακτική genuiĝu - -

genuiĝi (eo)

    • Genuiĝinte, Vespertviro omaĝis siajn forpasintajn gepatrojn.