ghastly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ghastly (en)

  1. τρομακτικός, φοβιστικός
  2. φρικαλέος