godzina policyjna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

godzina policyjna (pl) θηλυκό

  1. η ώρα κατά την οποία ισχύει απαγόρευση της κυκλοφορίας
  2. (συνεκδοχικά) η απαγόρευση της κυκλοφορίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]