godzina policyjna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
godzina policyjna (pl) θηλυκό
- η ώρα κατά την οποία ισχύει απαγόρευση της κυκλοφορίας
- (συνεκδοχικά) η απαγόρευση της κυκλοφορίας