grafoskop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡraˈfɔ.skɔp/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grafoskop (pl) αρσενικό
- το επιδιασκόπιο, ο προβολέας διαφανειών