halfway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
halfway (en) (χωρίς παραθετικά)
- στα μισά του δρόμου, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
- ↪ He caught up with him halfway.
- Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
- ↪ He caught up with him halfway.