hastily

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hastily < hasty + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hastily
συγκριτικός more hastily
υπερθετικός most hastily

hastily (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 165. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βιαστικός