hebt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

hebt (nl)

  • 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος hebben

Συνώνυμα[επεξεργασία]