immaturité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immaturité < λατινική immaturitas
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ma.ty.ʁi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
immaturité (fr) θηλυκό