imprévisibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- imprévisibilité < imprévisible
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
imprévisibilité (fr) θηλυκό
- η ανικανότητα του να προβλέψει κάποιος κάτι