in all
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in all (en)
- (ιδιωματισμός) συνολικά
- ↪ There were ten people in all.
- Συνολικά υπήρχαν δέκα άνθρωποι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη altogether
- ↪ There were ten people in all.