in depth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in depth (en)
- (ιδιωματισμός) σε βάθος, με λεπτομερή, προσεκτικό και πλήρη τρόπο
- ↪ He did a standard check, but didn’t go in depth.
- Έκανε έναν τυπικό έλεγχο, δεν προχώρησε σε βάθος.
- ↪ He did a standard check, but didn’t go in depth.