in total
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in total (en)
- συνολικά
- ↪ In total 24 forest fires broke out in the last twenty four hours.
- Συνολικά 24 δασικές πυρκαγιές εκδηλώθηκαν το τελευταίο εικοσιτετράωρο.
- ↪ In total 24 forest fires broke out in the last twenty four hours.