incentivizing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

incentivizing (en)

  • το να παρέχω κίνητρα, το να κινητοποιώ δράση, το να ενθαρρύνω