inextricable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inextricable (en)
- άρρηκτος, αξεδιάλυτος, που είναι αδύνατον να λυθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inextricable (fr)