inhabited

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

inhabited (en)

  • κατοικημένος
    After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]