instamment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

instamment (fr)

  1. επίμονα
    Il me l'a demandé instamment. Μου το ζήτησε επίμονα.
  2. επίκειται να
    Votre nomination paraîtra instamment au Journal Officiel. Ο διορισμός σας επίκειται να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Συγγενικά[επεξεργασία]