instamment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
instamment (fr)
- επίμονα
- Il me l'a demandé instamment. Μου το ζήτησε επίμονα.
- επίκειται να
- Votre nomination paraîtra instamment au Journal Officiel. Ο διορισμός σας επίκειται να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.