irrational

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

irrational (en)

  1. παράλογος, μη θεμελιωμένος στη λογική
  2. (μαθηματικά) άρρητος (αριθμός)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]