izem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καβυλικά (kab)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
izem αρσενικό (θηλυκό: tizemt)
- (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι
- (ειδικότερα) το αρσενικό λιοντάρι, ο λέοντας
Δείτε επίσης : -izem |
izem αρσενικό (θηλυκό: tizemt)