jadalnia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jadalnia < jadać (jeść)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jadalnia (pl) θηλυκό

  1. η τραπεζαρία
    • το δωμάτιο
    • το σύνολο επίπλων