jutrzejszy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
jutrzejszy (pl) αρσενικό
- αυριανός
- που αφορά ή αναφέρεται στην αυριανή ημέρα
- που αφορά ή αναφέρεται στο μέλλον