juvenile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός juvenile
συγκριτικός more juvenile
υπερθετικός most juvenile

juvenile (en)

  1. (επίσημο, νομικός όρος) νεανικός, σχετικός με νέους που δεν είναι ακόμη ενήλικες
    Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
  2. (κακόσημο) ανώριμος, παιδιάστικος
    Quit the juvenile behavior.
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.

Πηγές[επεξεργασία]