juvenile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | juvenile |
συγκριτικός | more juvenile |
υπερθετικός | most juvenile |
juvenile (en)
- (επίσημο, νομικός όρος) νεανικός, σχετικός με νέους που δεν είναι ακόμη ενήλικες
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- (κακόσημο) ανώριμος, παιδιάστικος
- ↪ Quit the juvenile behavior.
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
- ↪ Quit the juvenile behavior.