kod źródłowy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɔdʲ ʑrudˈwɔvɨ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kod źródłowy (pl) < (άμεσο δάνειο) αγγλική source code
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
kod źródłowy (pl) αρσενικό