krach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
krach (fr) αρσενικό
- απότομη πτώση των μετοχών ενός χρηματιστηρίου
- πτώση αεροπλάνου
- βούλιαγμα επιχείρησης
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
krach (pl) αρσενικό
- το κραχ
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
krach (cs) αρσενικό
- το κραχ