laisser-faire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laisser-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο
- (πολιτική, οικονομία) άλλη μορφή του laissez-faire
laisser-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο