landscape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
landscape (en)
- τοπίο
- τοπιογραφία
- τρόπος εκτύπωσης ενός εγγράφου κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι μακρές πλευρές του χαρτιού να βρίσκονται πάνω και κάτω
Ρήμα[επεξεργασία]
landscape (en)
- φυτεύω λουλούδια και δέντρα για να ομορφύνω ένα μέρος