lately
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | lately |
συγκριτικός | latelier / more lately |
υπερθετικός | lateliest / most lately |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
lately (en)