lately

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός lately
συγκριτικός latelier / more lately
υπερθετικός lateliest / most lately

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lately < late + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

lately (en)

Πηγές[επεξεργασία]