legal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός legal
συγκριτικός more legal
υπερθετικός most legal

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈliː.ɡəl/
ΔΦΑ : /ˈliɡəl/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο[επεξεργασία]

legal (en)

  • νόμιμος, ένδικος, θεμιτός
    Is it legal for anyone to sell drugs?
    Είναι νόμιμο να πουλάει κανείς ναρκωτικά;
    Every legal means was used for his defense.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]