licentious

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

licentious (en)

  • που έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνικές αντιλήψεις περί σεξουαλικών σχέσεων, ακόλαστος, έκφυλος