long story short
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- long story short < → δείτε τις λέξεις long, story και short, από τη φράση: to cut a long story short
Έκφραση[επεξεργασία]
long story short (en)
- κοντολογίς, για να μην μακρηγορώ, με λίγα (χωρίς πολλά) λόγια κ.τ.π.