malsovaĝiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malsovaĝiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malsovaĝiĝas | malsovaĝiĝanta | malsovaĝiĝata |
αόριστος | malsovaĝiĝis | malsovaĝiĝinta | malsovaĝiĝita |
μέλλοντας | malsovaĝiĝos | malsovaĝiĝonta | malsovaĝiĝota |
υποθετική | malsovaĝiĝus | - | - |
προστακτική | malsovaĝiĝu | - | - |
malsovaĝiĝi (eo)