malstreĉiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malstreĉiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malstreĉiĝas | malstreĉiĝanta | malstreĉiĝata |
αόριστος | malstreĉiĝis | malstreĉiĝinta | malstreĉiĝita |
μέλλοντας | malstreĉiĝos | malstreĉiĝonta | malstreĉiĝota |
υποθετική | malstreĉiĝus | - | - |
προστακτική | malstreĉiĝu | - | - |
malstreĉiĝi (eo)