manicotto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manicotto < manic(a) + -etto (-otto < λατινική manica < manus
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: μανικόττο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
manicotto ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- manicotto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- manicotto - Dizionario Italiano Olivetti ιταλικό λεξικό, από το 2003