meaningful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | meaningful |
συγκριτικός | more meaningful |
υπερθετικός | most meaningful |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
meaningful (en)
- σημαίνων, σημαντικός, ζουμερός, που έχει νόημα, που είναι σημαντικός
- ↪ few but meaningful remarks - λίγες μα ζουμερές κουβέντες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- meaningful - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. ζουμερός. ISBN 9780194325684., λήμμα: 355