medicinal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
medicinal (en) (χωρίς παραθετικά)
- φαρμακευτικός
- ↪ medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές