mixed up in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mixed up in < → δείτε τις λέξεις mixed, up και in

Έκφραση[επεξεργασία]

mixed up in (en)

  • (ιδιωματισμός) μπερδεύομαι με κάτι, ειδικά με κάτι παράνομο ή ανέντιμο
    He got mixed up in politics and was ruined.
    Μπερδεύτηκε με τα πολιτικά και καταστράφηκε.
    He became mixed up in a smuggling case.
    Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.

Πηγές[επεξεργασία]