mniejszość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
mniejszość < mniejszy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mniejszość (pl) θηλυκό
- η μειονότητα, η μειοψηφία
mniejszość < mniejszy
mniejszość (pl) θηλυκό