momencik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- momencik < υποκοριστικό του moment
Επιφώνημα[επεξεργασία]
momencik (pl)
- μια στιγμή, μισό, περίμενε, ένα λεπτό
momencik (pl)