monumental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
monumental (en)
- μνημειώδης
- τεραστίων διαστάσεων
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.ny.mɑ̃.tal/
Επίθετο[επεξεργασία]
monumental (fr) αρσενικό