mrok
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
mrok < πρωτοσλαβική morkъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mrok (pl) αρσενικό
- το σκοτάδι
mrok < πρωτοσλαβική morkъ
mrok (pl) αρσενικό