net sales
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
net sales (en) (μόνο πληθυντικός)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- net sales στην αγγλική Βικιπαίδεια