never

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

never (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δεν…ποτέ, καμία φορά, σε κανένα χρονικό διάστημα
    almost never - σχεδόν ποτέ
    I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    Never ever have I seen him so tired.
    Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο κουρασμένο.

Πηγές[επεξεργασία]