on-site
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
on-site (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιτόπιος
- ↪ There was an on-site investigation.
- Έγινε επιτόπια έρευνα.
- ≈ συνώνυμα: on-the-spot
- ↪ There was an on-site investigation.