one-way
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
one-way (en) (χωρίς παραθετικά)
- μονής κατεύθυνσης, που επιτρέπει τη διέλευση ή ταξιδεύει - κινείται προς μια κατεύθυνση
- ↪ one-way street - μονόδρομος
- ↪ We cannot drive down this street. There's a one-way sign!
- Δεν μπορούμε να περάσουμε από αυτόν τον δρόμο. Υπάρχει μια πινακίδα μονής κατεύθυνσης!
- απλή μετάβαση
- ↪ a one-way flight - μια πτήση απλής μετάβασης
- ≠ αντώνυμα: round-trip