out of control
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
out of control (en)
- (ιδιωματισμός) εκτός ελέγχου
- ↪ The situation is out of control.
- Η κατάσταση βρίσκεται εκτός ελέγχου.
- ↪ When I met him he was already out of control.
- Όταν τον συνάντησα ήταν ήδη εκτός ελέγχου.
- ↪ The situation is out of control.