outsourcing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

outsourcing (en)

  • ανάθεση εργασίας σε εξωτερικό συνεργάτη (ιδιώτη ή εταιρία)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • outsourcing στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια